-
1 ἱερός
Aἱερὸς ἀκτή Hes. Op. 597
, 805, Orac. ap. Hdt.8.77: [dialect] Ion. and poet. [full] ἱρός, ή, όν (v. sub fin.): [dialect] Dor. and N. Greek [full] ἱᾰρός IG22.1126.20, etc.: [dialect] Aeol. [full] ἶρος Sapph.Supp.23.25, Alc.Supp.8.4, but [full] ἴαρος (corr. from ἴερ-) Sapph. Supp. 20a.6: [comp] Sup. (lyr.), Pl.Lg. 755e.I filled with or manifesting divine power, supernatural,ἱ. ἲς Τηλεμάχοιο Od.2.409
, al.;ἱ. μένος Ἀλκινόοιο 8.421
, etc.; ἄλφιτον, ἀλωαί, Il.11.631, 5.499;Δημήτερος ἱερὸς ἀκτή Hes.Op.
Il.c.; of natural objects or phenomena, rivers, Od.10.351, Il.11.726, E.Med. 410 (lyr.); λιβάς, of the Spercheus, S.Ph. 1215 (lyr.); ἱεραὶ βῆσσαι Κίρκης 'faery', Od.10.275; ἱ. ἦμαρ, κνέφας, Il.8.66, 11.194; ; ἱερὸς δίφρος (where δ. perh.= ἵπποι) Il.17.464; after Hom.,ἱ. χεῦμα θαλάσσης A.Fr. 192
(anap.);ἱ. κῦμα E.Hipp. 1206
, cf. Cyc. 265; ; (lyr.); ὕπνος, of death, Call.Epigr.11; ἔστι μὲν οὐδὲν ἱ. no great matter, Theoc.5.22.II of divine things, holy,ἱεροῖς ἐν δώμασι Κίρκης Od.10.426
;ἱ. γένος ἀθανάτων Hes.Th.21
; λέχος, of Zeus, ib.57; δόσις the gift of God, ib. 93; πόλεμος holy war, ' crusade', Ar.Av. 556, etc.2 of earthly things, hallowed, consecrated,βωμοί Il.2.305
; ἱ. δόμος, of the temple of Athena, 6.89;ἱ. ἑκατόμβη 1.99
, 431, etc.;ἐλαίη Od.13.372
; , etc.; ἱρὰ γράμματα hieroglyphics, Hdt.2.36; but ἱ. γράμματα of the Holy Scriptures, 2 Ep.Tim.3.15;ἱ. βύβλοι OGI56.70
(Canopus, iii B.C.); ἱ. ἄγαλμα, τρίπους, S.OT 1379, E. Ion 512, etc.; , etc.; ; ἱ. σώματα, of ἱερόδουλοι, Str.6.2.6;χῆνες Plu.2.325c
; of animals regarded as 'taboo', [κριοί] εἰσί σφι ἱ. διὰ τοῦτο Hdt.2.42
; so perh.ἱ. ἰχθύς Il.16.407
; of the Roman Tribunes,= Lat. sacrosanctus,ἱ. καὶ ἄσυλος Plu.TG15
, etc.; of Augustus, Mon.Anc.Gr. 5.17; ἱ. νόμος law of sacrifice, D.21.35, cf. SIG685.81 (ii B.C.); ἱ. λόγος legend, Hdt.2.81, etc.;οἱ παλαιοὶ καὶ ἱ. λόγοι Pl.Ep. 335a
; ἱ. γάμος mystical marriage, a religious ceremony, Men.320, Phot. s.v.; opp. βέβηλος, as sacred to profane, D.H.7.8, AB223; but more freq.ἱ. καὶ ὅσιος Th.2.52
, X.Vect.5.4, etc.; cf. ὅσιος.3 under divine protection, freq. of places,Ἴλιος Il.5.648
, Alc.Supp.8.4;Πύλος Od. 21.108
; .6; Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον, Τροίης ἱερὰ κρήδεμνα, Od.1.2, Il.16.100;Ἀθῆναι Od.11.323
, cf. Pi.Fr.75, S. Aj. 1221 (lyr.), Ps.-Orac. ap. Ar.Eq. 1037;Σούνιον ἱρόν Od.3.278
; ἱ. κύκλος the judge's seat under the protection of Zeus, Il.18.504: with gen. of the divinity, ἄλσος ἱρὸν Ἀθηναίης, ἄντρον ἱρὸν νυμφάων, Od.6.322, 13.104, cf. Hdt.1.80,2.41, Ar.Pl. 937, X.An.5.3.13, etc.; ; χωρίον ὡς -ώτατον ib. 755e, cf. Ti. 45a; with gen. of a human being,Γναθίου.. ἱ. εἰμι IG12.920
.b of persons,φυλάκων ἱ. τέλος Il.10.56
;ἱ. πυλαωροί 24.681
;στρατός Od.24.81
;βασιλέες Pi.P.5.97
; ἱ. εὐσεβής τε, of Oedipus, S.OC 287; ἅνθρωπος ἱ. initiated, Ar.Ra. 652; c. gen. of a divinity, deuoted, dedicated, E.Alc.75, Pl.Phd. 85b.c under the Roman Empire,= sacer, imperial,ἐκ τῶν ἱερῶν τοῦ Καίσαρος γραμμάτων IGRom.4.571
(Aezani, ii A.D.); ὁ -ώτατος φίσκος, τὸ -ώτατον ταμιεῖον, ib.3.727 ([place name] Lycia), SIG888.10 (Scaptopara, iii A.D.), etc.; τὸ -ώτατον βῆμα (of the praefectus Aegypti), PHamb.4.8 (i A.D.): generally, worshipful,ἱ. σύνοδος OGI713.9
(Egypt, iii A.D.), etc.III as Subst.,1 [full] ἱερά, [dialect] Ion. [full] ἱρά, τά, offerings, victims,ἱερὰ ῥέξας Il.1.147
, etc.; ;διδόναι Od.16.184
;ἀλλ' ὅ γε δέκτο μὲν ἱρά Il.2.420
, cf. 23.207: less freq. in sg., ;θῦσαι ἱρά Hdt.1.59
, 8.54, etc.;θυσίας καὶ ἱρὰ ποιέειν Id.2.63
; ;ἱ. πατρῷα A.Th. 1015
;ἱ. ἐπιχώρια Democr.259
.b after Hom., omens afforded by sacrifice,τὰ ἱρὰ οὐ προεχώρεε χρηστά Hdt. 5.44
; τὰ ἱερὰ καλὰ [ἦν] X.An.1.8.15; simply οὐκ ἐγίγνετο τὰ ἱ. ib. 2.2.3.c generally, sacred objects or rites, Hdt.1.172,4.33;τῶν ὑμετέρων ἱ. καὶ κοινῶν μετεῖχον D.57.3
; of cult-images, IG Rom.3.800 (syllium).2 after Hom., [full] ἱερόν, [dialect] Ion. [full] ἱρόν, τό, holy place, Hdt.5.119,al.; opp. νηός, Id.2.170, cf. Th.4.90,5.18; freq. of a temple, ἔστι δὲ ἐν τῷ τεμένεϊ.. ἱρόν κτλ. Hdt.2.112; of the Jewish temple, LXX 1 Ch.29.4, Plb.16.39.4, Str.16.2.34, Ev.Matt.24.1.3 ἱερὸν τῆς δίκης a sacred principle of right, E.Hel. 1002.5 ἱεροί, οἱ, members of a religious college or guild, ib.5(1).1390.1, al. (Andania, i B.C.), prob. in SIG1010.7 ([place name] Chalcedon), etc.; also of women, [full] ἱεραί, αἱ, IG5(1). l.c., cf. 1511 ([place name] Sparta).b = ἱερόδουλος, ib. 1356 (Messenia, V B.C.), Inscr.Perg.572, GDI5702.39 ([place name] Samos).IV special phrases, post-Hom.,1 prov., ἱ. ἄγκυρα one's last hope, Plu. 2.815d, Luc.JTr.51, Fug.13, Poll.1.93, Gal.11.182.2 ἱ. βόλος, name of a throw at dice, Eub.57.1.3 ἱ. βοτάνη, v. βοτάνη.4 ἱ. (sc. γραμμή) (cf.γραμμή 111.1
), last line of draught-board,κινήσαις τὸν ἀπ' ἴρας.. λίθον Alc.82
, cf. Epich.225, Sophr.127; τὴν ἀφ' ἱερᾶς (v.l. τὴν ἱεράν) Plu.Cor.32.6 ἱ. λόχος, v. λόχος.7 ἱερά (sc. νίκη), ἡ, drawn contest, dead heat (because the prize was assigned to the god), SIG1073.48 (Olymp.); ποιῆσαι ἱεράν, of the competitor, Wood Ephesus, App.vi p.70; soἱ. ἀθλήματα Inscr.Olymp.56
;ἱερὸς ὁ στέφανος ἐκρίθη IG9(2).525
([place name] Larissa); τὸ παγκράτιον ἱ. ἐγένετο ib.527 (ibid.); ἱερός (sc. ἀγών) ib.7.2727.19, 24 (Acraeph.): metaph., ἱερὸν ποιῆσαι τὸν στέφανον 'divide the honours', Plb.1.58.5, 29.8.9.8 ἱ. νόσος epilepsy, Hdt.3.33, Hp.Morb. Sacr.tit., Thphr.HP9.11.3, etc., cf. Call.Aet.3.1.14: metaph.,τὴν οἴησιν ἱ. νόσον ἔλεγε Heraclit.46
( = Epicur.Fr. 224).9 ἡ ἱ. ὁδός the sacred road to Delphi, Hdt.6.34; also, from Athens to Eleusis, Cratin. 61, Paus.1.36.3, Harp. s.v.; and that from Elis to Olympia, Paus. 5.25.7.10 ἱ. ὀστέον, os sacrum, the last bone of the spine, Hp. Art.45, Plu.2.981d, Gal.UP5.8, etc.11 ἱ. συμβουλή sacred duty of an adviser, Pl.Ep. 321c, X.An.5.6.4, cf. Pl.Thg. 122b, Luc.Rh.Pr. 1.12 ἱ. σῦριγξ spinal canal, Poll.2.180.13 ἱερὰ τριήρης, of the Delian ship, or one of the state-ships (Salaminia or Paralos), D.4.34.14 freq. in geographical names, e.g. ἱ ἄκρα, in Lycia, Str. 14.3.8; ἱ. ἀκρωτήριον, in Spain, Cape St. Vincent, Id.2.4.3; ἱ. κώμη, in Lydia, Plb.16.1.8; ἱ. νῆσος, one of the Liparean group, Th.3.88; one of the insulae Aegates, Plb.1.60.3.V Adv. - ρῶς holily, ἀποθανεῖν v.l. in Plu.Lyc.27. [[pron. full] ῐ by nature, but sts. [pron. full] ῑ in [dialect] Ep., esp. in endings of hexameters, ἱ. ἰχθύς, ἱ. ἦμαρ, ἱερὰ ῥέξας, ἀλφίτου ἱεροῦ ἀκτή, Il.16.407, 8.66, 1.147, 11.631; ῑερόν in the first foot of a hex., Theoc.5.22; also in compds. ἱεραγωγός, ἱεροθαλλής, ἱερόφωνος: [pron. full] ῑ always in [var] contr. form ἱρός wh. is used in [dialect] Ep., Hdt., and some [dialect] Ion. inscrr., as IG12(8).265.9 ([place name] Thasos), cf. Semon.7.56, Herod.4.79, al., but is rarely found in codd. of Hp. (never in Heraclit. or Democr.); also in Trag., A.Th. 268, etc., but never required by metre in lyr. of Com.]
См. также в других словарях:
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… … Dictionary of Greek
Φωκίδας, νομός — Διοικητική διαίρεση της νοτιοκεντρικής Στερεάς Ελλάδας, που περιλαμβάνει τμήμα της αρχαίας Φωκίδας και συνορεύει στα Β με τον νομό Φθιώτιδας, στα Α με τους νομούς Φθιώτιδας και Βοιωτίας, στα Δ με τον νομό Αιτωλοακαρνανίας και στα Ν βρέχεται από… … Dictionary of Greek
Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… … Dictionary of Greek
Φιλιππίνες — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία των Φιλιππινών Συντομευμένη ονομασία: Φιλιππίνες Εκταση: 300.000 τ.χλμ. Πληθυσμός: 84.525.639 (2002) Πρωτεύουσα: ΜανίλαΚράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Βρίσκεται ανατολικά του Βιετνάμ και βρέχεται από τη νότια Σινική … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Καρχηδόνα — Αρχαία πόλη της Αφρικής. Ιδρύθηκε από Φοίνικες αποίκους της Τύρου και της Κύπρου πιθανώς το 814 π.Χ., 18 χλμ. ΒΑ της σημερινής Τύνιδας. Η παράδοση αναφέρει ότι επικεφαλής τους ήταν η βασίλισσα της Τύρου Έλισα (η Διδώ του Βιργίλιου), που έφυγε από … Dictionary of Greek
Σέσκλο — I Νεολιθικός οικισμός, 15 χλμ. Δ του Βόλου, στον οποίο αναπτύχθηκε κατά την 5η χιλιετία ο πρώτος νεολιθικός πολιτισμός που έγινε γνωστός στην Ελλάδα και ένας από τους πρώτους στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Το όνομά του οφείλεται στο σύγχρονο μικρό… … Dictionary of Greek
σέσκλο — I Νεολιθικός οικισμός, 15 χλμ. Δ του Βόλου, στον οποίο αναπτύχθηκε κατά την 5η χιλιετία ο πρώτος νεολιθικός πολιτισμός που έγινε γνωστός στην Ελλάδα και ένας από τους πρώτους στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Το όνομά του οφείλεται στο σύγχρονο μικρό… … Dictionary of Greek